- μαμμωνυμικῶς
- μαμμωνυμικῶςafter a grandmother's nameindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαμμωνυμικός — μαμμωνυμικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει το όνομα τής μάμμης, τής γιαγιάς 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μαμμωνυμικόν (ενν. όνομα) το όνομα που λαμβάνεται από τη γιαγιά. Επιρρ. μαμμωνυμικῶς (Α) κατά το όνομα τής γιαγιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάμμη + ωνυμικός… … Dictionary of Greek